Μελαγχολία / Spleen (Πλήξη)
Είμαι σαν τον βασιλιά ενός τόπου που συνέχεια βρέχει
πλούσιος αλλά ανίσχυρος, νέος ωστόσο γέρος
που περιφρονεί των δασκάλων του τις βαθιές υποκλίσεις
πλήττοντας με τα σκυλιά του, καθώς μ' όλα τα ζώα.
Τίποτα πια, ούτε κατσίκι ούτε φασιανός
ούτε ο λαός του που πεθαίνει στο μπαλκόνι του μπρός
ούτε του εκλεκτού του γελωτοποιού η αστεία μπαλάντα
να διασκεδάσουν δεν μπορούν το μέτωπο του σκληρού αρρώστου.
Το πλουμιστό του κρεβάτι σε μνήμα έχει μεταμορφωθεί
κι οι γύρω κυρές που κάθε πρίγκιπας στα μάτια τους όμορφος μοιάζει
δεν βρίσκουν άλλη καταλληλότερη ακόμη πιο τολμηρή ενδυμασία το χαμόγελο του νεαρού σκελετού ν' αποσπάσουν.
Ο σοφός που χρυσάφι του κοστίζει το χαλασμένο - σαν από αιματηρά Ρωμαίων λουτρά βγαλμένο στοιχειό
που όλων των ισχυρών στα σίγουρα τις στερνές μέρες βασανίζει δεν κατάφερε απ' την ύπαρξη του να εξαφανίσει
και να! που τώρα απ΄τη γειατριά τον εμποδίζει
μεταμορφώντας τον σε αποσβολωμένο πτώμα που στις φλέβες του αντίς αίμα, νερό πράσινο της λήθης αναβλύζει!
(Θέμα: Ένας Μονάρχης εξουθενωμένος από την Πλήξη)
Μελαγχολία και Ιδεώδες II
|