Οι φόβοι του φθινοπώρου, σύντροφε
ταράζουν τα δειλινά μας: δάχτυλα
κρύα, αγγίγματα ίσκιων, φυσήματα—
όλα ασώματα και τόσο απότομα.
Υπάρχει γέννα —παντού κυκλάμινα και κοχλικά
απρόσκλητα και βιαστικά, τι να γυρεύουν;
γέννα υπάρχει μα κι ένας θάνατος
θα 'λεγες σχεδόν θελκτικός μες τα χρυσάφια
και τόσα μπρούτζινα σταλάγματα
κι ερμίνες και πορφύρες στο σούρουπο
σε φύλλα, σε νερά, σε σύννεφα...
Ανασαμοί μιας χλιδής φευγαλέας.
Είναι κι οι φόβοι που μουδιάζουν
τα πρωινά μας. Ανασαλεύουν άκεφα
στα φυλλοκάρδια σα μεταξοσκώληκες
όλο αναμασώντας ένα άγνωστο
που όλο και δεν έρχεται.
Ανησυχίες πιο χοντρές της εποχής
ταράζουν και τα μεσημέρια μας: μια αλλαγή,
μια αλλαγή ενός άξονα
τόσο ελάχιστη στο σύμπαν
μια αλλαγή τόσο εύκολη κι απλή
στην ισοζυγία των ουράνιων πληρωμών
όσο κι επί της γης τα σεραφικά "Ωσαννά"
των συνταξιούχων και μισθωτών
καθώς τα εισοδήματα αυξαίνουν
κι οι κατάπληκτοι άνθρωποι φτωχαίνουν
κι ας κολλά η γλώσσα στον ουρανίσκο
κι ας τρώνε από σκουριασμένο δίσκο
κι ας φωνάζουν για εχθρούς και πατρίδες
κι ας σπέρνονται απλόχερα ελπίδες!
Φόβοι του φθινοπώρου, σύντροφε,
δεν πιάνονται του νου οι αλυσίδες. |