To παλιό μπουκαλάκι
Σαν σεντούκι ανοίξεις παλιό, απ' την Ανατολή φερμένο
που η κλειδαριά του μορφάζει, τρίζοντας φρικτά
κι απ' αυτό ξεχυθούν, μύρια αρώματα βαριά που ζαλίζουν
ή σε σπιτιού ερημωμένου ντουλάπα παμπάλαιη
Σκονισμένο και μαύρο ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι απ' αυτό αναπηδήσει μια ψυχή με λαχτάρα να επιστρέψει
Χίλιες σκέψεις που κοιμόνταν στα βαριά τα ερέβη, επανακάμπτουν
-χρυσαλίδες που αστράφτουν, με ορμή
τα γαλάζια και ροζ σαν με γκλάσο φτιαγμένα
φτερά τους τινάζουν
ζαλισμένος τα μάτια σου κλείνεις
τη ψυχή σου ο ίλιγγος νικημένη αδράχνει
με ορμή την σκουντά σε βάραθρο μαύρο
σκοτεινό, από ανθρώπινα μιάσματα γεμάτο
Στην άκρη του γκρεμού τηνε σπρώχνει
'κει όπου ο Λάζαρος ζέων, το σάβανο του
με δύναμη σκίζει και το πτώμα ξυπνά
γοητευτικό μα και πένθιμο, μιας αγάπης παλιάς ξεχασμένης
Κι εγώ έτσι, όταν θα 'χω απ' τη μνήμη των γύρω χαθεί
και θα μ' έχουν πετάξει ραγισμένο, ευτελές μπουκαλάκι
στη γωνιά μιας απαίσιας ντουλάπας λυπημένο και βρώμικο
θολό, σκονισμένο
Το φέρετρο σου θα 'χω γίνει αγαπημένη μου ανομία
μάρτυς της δύναμης που πάνω μου, κάποτε ασκούσες ολέθριας
προσφιλές δηλητήριο από αγγέλους φτιαγμένο
ηδύποτο που μου κατέτρωγε την καρδιά και το αίμα. |