Jeanne Duval
↑ Jeanne Duval
Ξέρουμε λίγα γι' αυτή την κρεολή που θα στοίχειωνε
στη ζωή και στο έργο του Μπωντλέρ για όλα τα επόμενα χρόνια.
"Ήταν μια πανύψηλη, μελαμψή γυναίκα μ' ένα αυθάδες πρόσωπο που
το στόλιζαν υπέροχα ανασηκωμένα σκούρα μαλλιά, με βάδισμα αγέρωχο, προικισμένη
με μια χάρη ατίθαση που της έδινε μια όψη θεϊκή και γήϊνη μαζί ."
"Ο Μπωντλέρ αγάπησε πραγματικά μόνο μια γυναίκα τη Ζαν, την οποία συνεχώς και αφθόνως εγκωμίαζε."
Έτσι την περιγράφει ο Τεοντόρ Μπανβίλ (Théodore de Banville - Mes Souvenirs, Παρίσι, 1882) στο μέρος όπου αναφέρεται στην ωραία Ζαν, στις "Αναμνήσεις" του (σελ. 74-75).
Ο Μπωντλέρ τη γνώρισε το 1842 (21) μετά την επιστροφή του απ' το τελευταίο
του ταξίδι και δίχως άλλο του έφερε στη μνήμη "Το ιδανικό της μαύρης
ομορφιάς". Κατοικούσε στο νούμερο 6 της οδού "της ακέφαλης
γυναίκας" κοντά στο ξενοδοχείο Πριμοντάν και ήταν ηθοποιός σ'
ένα μικρό θέατρο. Αυτό ήταν η αρχή μιας θυελλώδους σχέσης σχεδόν μιας
ολόκληρης ζωής, που ενέπνευσε πλείστα ποιήματά του.
Jeanne Duval ζωγραφικο εργο Edouard Manet 1862
Είναι η ηρωϊδα της "υπέρτατης ερωμένης" στο ποίημα το Μπαλκόνι
και δίχως αμφιβολία οι χάρες της του έδοσαν την έμπνευση για το Εξωτικό Άρωμα, την Υπέροχη κόμη, το Φίδι που χορεύει, Σε λατρεύω ως τον νυχτερινό ουρανό, Ανικανοποίητος πόθος (Sed Non Satiata) —όλα ποίηματα των "Άνθεων του Κακού",
σειρά συχνά αποκαλούμενη της "Μαύρης Αφροδίτης".
Δαιμονική, στοιχειωμένη, συγχρόνως άγγελος και δαίμονας η Ζαν Ντυβάλ
ενσαρκώνει τη γυναίκα που είναι ταυτόχρονα αισθησιακή, προκλητική, επικίνδυνη,
σκληρή, άπιστη— που κατέκτησε την ψυχή του ποιητή έτσι καθώς το
σαρκικό πάθος που του δημιούργησε, πήρε τη διάσταση μις ισχυρής εξάρτησης.
πηγή άρθρου= Literatura
com
On sait peu de choses
sur cette femme, une mulâtresse qui hantera la vie et l’œuvre de Baudelaire
des années durant.
«C’était une fille de couleur, d’une très haute taille, qui portait bien
sa brune tête ingénue et superbe, couronnée d’une chevelure violemment
crespelée, et dont la démarche de reine, pleine d’une grâce farouche,
avait quelque chose à la fois de divin et de bestial.»
C’est en ces termes que Théodore de Banville évoque la belle Jeanne dans
ses Souvenirs.
Baudelaire fait sa connaissance en 1842, à son retour de voyage: sans
doute lui rappelait-elle "l'idéal de la beauté noire". Elle habitait au
6,rue de la Femme-sans-tête, près de l'hôtel Pimodan, et était alors comédienne
dans un petit théâtre. Ce fut le début d'une liaison tempétueuse de presque
toute une vie, qui inspirera de nombreux poèmes.
Elle est la «maîtresse des maîtresses» dans le poème Le Balcon, et
c’est sans doute ses charmes qui inspirèrent les vers de Parfum Exotique,
La Chevelure, Le Serpent qui Danse, Je t’adore à l’égal de la voûte nocturne,
Sed Non Satiata, série de poèmes des Fleurs du Mal souvent citée comme
le cycle de la «Vénus Noire».
Vampirisé, diabolisé, à la fois ange et démon, Jeanne Duval incarne la
femme sensuelle, tentatrice, dangereuse, tribade, infidèle, troublant
l’âme du poète épris d’une passion charnelle, qui prend la forme d’une
dépendance forte.
article source= Literatura
com |