Τ ο κουταλάκι με τη βανίλια ξέχειλη
βυθιζόταν λοξά στο ποτήρι, φίλε μου
το έμπειρο μάτι σου έψαχνε τριγύρω
για λίγο σμάλτο και το φεγγάρι
δεν φαινόταν να συμμετέχει πουθενά
δεν φαινόταν καν.
Η θεά, εκείνη με την κόκκινη εσθήτα από θύσσανους
έπαψε ν' ανακλαδίζεται στη βουνοκορφή
με δασύτριχους διθύραμβους.
Ο χορός των γλουτών σταμάτησε.
καθώς κάτι ακατάληπτο ξεφώνησε
Φίλε μου, ποιος λες να την πάτησε;
Ο κόσμος αναποδογυρίζεται τόσο εύκολα
στο σκοτάδι καθώς ξεντύνεσαι για τον άδη,
ή έστω κάπου πιο κοντά.
Ω βραδυνέ αιθεροβάμωνα,
πως αλλιώς, που αλλού
θ' άναβε στο στόμα σου αποτσίγαρα αδιάκοπα
θορυβημένος ο έσπερος τόσα ηλεκτρικά;
"Αιθεροβάμων", Αυτός που βαδίζει στα σύννεφα, στους αιθέρες - αιθεροβατείΕκδόσεις Διάγραμμα 1988
|