Α΄
Ο
ναυτικός των Ιονίων υδάτων
πέρασε την ζωή του στο Αιγαίο
και πέθανε στη Μαύρη θάλασσα.
Πουλιά τον συνοδεύαν κι έντομα
τον υποδέχθηκαν - επίδοξα υδροπλάνα.
Τέλος τον άρπαξε ο βυθός
ο σκύλος με τα θαλερά σκυλόψαρα
Β΄
Τα εξαίσια χώματα
και τ' αετώματα των γυμνών εφήβων.
Μέρες αλκυονίδες, ώρες
ευθύβολες της Καθαράς Δευτέρας,
ώ λυρικό ξεπέταγμα χαρταετών!
Γ΄
Απέμεινε μονάχα κάποιος γλάρος
ή τα πτερά μονάχα κάποιο γλάρου,
μη τάχα, σκέπτομαι, είν' αφρός
τούτο που απέμεινε στη θάλασσα;
Δ΄
Επτά επί Θήβας, μα κάποιος
είχε από καιρό πεθάνει.
Στην ερημιά του νέου δέρματος
οι σκοτεινές χορεύτριες Ερινύες,
οι σκιές εναλλασσόμενες.
Και πως ν' απαλλαγούμε από τις σκιές;
Αύγουστος μήνας, στρογγυλό
τοπίο των επαφών.
Ε΄
Με τετραγωνισμένο μάτι
καταργήθηκαν οι κύκλοι.
Μόνο οι μαστοί των γυναικών
ξέρουν ακόμη τον σκοπό τους
γλυπτοί, γαλακτομνήμονες·
των γυναικών εκείνων που σε βάθος
αφομοίωσαν το δόγμα
κάνοντας έτσι περιττή
την αρχή του Αρχιμήδους.
ΣΤ΄
Αυτός ο κάμπος με τους φυτεμένους ανθρώπους
γη σιωπηλή μουσκεμένη απ' τον ύπνο
πατρίδα καταποντισμένη δίχως έκταση
παρά μονάχα το ύψος άσβηστο
σ' όλες τις κατευθύνσεις, γόνιμος χρόνος.
Ζ΄
Δέδυκε μεν α Σελάνα και Πληϊάδες,
μέσα δε νυκτός, παρά σ' έρχετ' ώρα·
εγώ δε μόνα καθεύδω. ΣΑΠΦΩ
Ποιοί να 'ναι τούτ' οι σκορπισμένοι τάφροι
μήτρες αιώνιες αρπαγμένων ινδαλμάτων
όπου βυθάει απόλυτο το τρυφερό κενό
κι οραματίζεται ο σκορπιός τον κόρφο της Σελήνης.
Όταν βγαίνει ο ήλιος τραγουδάνε τα ερείπιά μας,
ώ μυστικό αναφιλητό της λάσπης
η χλόη που σέρνεται πάνω στις πέτρες
η χλόη που ανεβαίνει ψηλότερα.
ΙΗ΄
Δεν είναι ο θάνατος αλλ' η ζωή
που φέρνει θάνατο πριν απ' τη νύχτα
σαν αχιβάδα κλείνοντας ή σαν πουλί
που ξάφνου ξέχασε το πέταγμα του,
τις προσταγές που ξεκινήσαν από αιώνες
μ' ένα φως ή μ' ένα επίγραμμα. |