Τα
κύματα έρχονται σαν ακούρευτα πρόβατα
τα πρόβατα πεθαίνουν σαν ανύποπτα κύματα
κι εμείς ανύποπτοι θα ταξιδεύουμε
σαν ακούρευτα κύματα
που σβήνουν στις ακτές.
Πριν μάθουνε τ' αλφάβητο της επιφάνειας
τα κύματα τραγούδησαν το βάθος του Ωκεανού
Τ' άκουσαν μόνο τα κοχύλια στις ακτές
κι από τότε ζούνε μια κλειστή μοναχική ζωή
γεμάτη επιθαλάμιες αναμνήσεις.
Τ' ακούσαμε κι εμείς πριν κατοικήσουμε στ' αγάλματα
προτού κλεισθούν οι φλέβες μας βουβές
όταν ακόμη ελεύθερες χορδές
δονούνταν από τους ρθυμούς μιας νυχτωδίας.
Τάχα πως είμαστε παιδιά μιανής πατρίδας
πως φθάσαμε ως εδώ που φθάσαμε
διατρέχοντας τους ίδιιους δρόμους,
ίαμβους κι αναπαίστους,
πως ήπιαμε νερό απ' τις ίδιες τις πηγές
που άλλοι ξεδίψασαν την δίψα μας
και μεις άνθρωποι σαν κι αυτούς
θωρώντας έξαφνα τον ήλιο ν' ανατέλει
σε πέτρες έρημες και μνήμες αποσπασμένες.
Στις ακτές του Κατακόντα
πεθαίνουν οι ανθρώποι.
Καθένας τόσο ξένος
που μόνο αυτός δεν ξέρει.
Σαν φύλλα της ελιάς
τα φύλλα πέφτουν, η φυλλωσιά μένει·
λυπάμαι για τα φύλλα μα δεν
καταλαβαίνω την φυλλωσιά
Στις ακτές του Κατακόντα
πεθαίνουν οι ανθρώποι.
Τα κύματα έρχονται σαν ακούρευτα πρόβατα
τα πρόβατα πεθαίνουν σαν ανύποπτα κύματα
και μεις έτσι ανύποπτοι να ταξιδεύουμε
σαν ακούρευτα κύματα που σβήνουν στις ακτές.
1945/1952 |