Χτυπήσαν
τη μέρα σε καλή μεριά
Ξύπνησε το νερό μέσα στο χώμα
Κρύα φωνή νεογέννητη...
Το βράδι ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω-τριγύρω:
"Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
Λέγε μας τη ζωή
Είμαστε από καλή γενιά."
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος,
Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας
Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή
Δίχως ν' αστροπελεκιστεί απ' το θάνατο
Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα
Θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο
Και θα γεννηθεί
Εκείνος που θα 'χει μεσ' στα στήθια του εκατό αιώνες
Μα θα είναι νέος
Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού
Που χύνεται από το πλευρό της μέρας. |