Κώστας Καρυωτάκης —“Venezia”
Νεανικά —(1913-1916)
Venezia
Απλώνεται
ηδονικά στης νύχτας την αγκάλη
η παιχνιδιάρα Βενετιά
Το καθ' ένα παλάτι
ρίχνει το μαύρον ίσκιο του στ' ασημωτό κανάλι
κι αποκοιμιέται η θάλασσα φωσφορισμούς γεμάτη.
Μες στο νερό μυριόχρωμα τα φώτα αντανακλάνε
στολίζοντας το μαγικά με λαμπερές κορδέλες,
οι γόνδολες αραδιαστές καμαρωτά περνάνε
και μες στους πύργους τραγουδούν ευγενικές κοπέλες.
Κάποιος ιππότης γελαστός σε σκάλα μεταξένια
σιγανεβαίνει και θαρείς —ασύγκριτος μαγνήτης—
να τον τραβάνε κει ψηλά δυό χείλια κορασένια,
τα χείλια της που 'ν' έτοιμα να στάξουν το φιλί της
Μια βαρκαρόλα ξέψυχη ανακινά τ' αγέρι,
ανατριχίλας κύματα η θάλασσα σηκώνει
σαν τη χαϊδεύουν τα κουπιά του κάθε γονδολιέρη,
και το φεγγάρι των σπιτιών τις στέγες ασημώνει.
Και μες στους πύργους οι γιορτές. Τα πιάνα σαν χτυπάνε,
οι όμορφοι αρπάζουνε κυματιστά κορμάκια
που δε χορταίνουν ηδονή, και πίνουν και ρουφάνε
μες στο μεθύσι του χορού τη γλύκα απ' τα χειλάκια. |
O
πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων —Β΄σειρά
΄Ω Βενετία
'Ω
Βενετία, πόλις από χρυσάφι κι από σμάλτο
κορόνα στη λαμπρότητα της Αδριατικής
Μέγα Κανάλι, Γέφυρα των Στεναγμών, Ριάλτο
Ώ θύμηση ανεξάληπτη μιας εκθαμβωτικής νύχτας,
που περπάτησα στη μυθική πλατεία
του Αγίου Μάρκου,
μπρός εις το παλάτι των Δουκών
ακούοντας να σφυρηλατούν τις ώρες μία μία
τα χάλκινα ομοιώματα των δύο στρατιωτών.
πόσο πλάγι σου φαίνονται, μικρά και χωρίς βάθος
τα αισθήματα που μας κρατούν ακόμη εδώ στη γή
εφήμερoς η λύπη μας, αταίριαστο το πάθος
Ώ! αιώνια παράδοση του κάλους και πηγή! |
Από Πεζά —Ονειροπόλος 🎭
Ονειροπολος (3)♥
Ύστερα θυμόταν ένα χορό μεταμφιεσμένων. Υποχρεωτικό ένδυμα ορισμένης εποχής. Κυρίες με μεταξωτά ροζ ή ουρανιά κρινολίνα, με πουδραρισμένα μαλλιά, με πράσινες και χρυσές περούκες, έπεφταν ημίγυμνες γεμάτες εμπιστοσύνη, στα χέρια των δουκών χρηματομεσιτών και μαρκησίων-καπνεμπόρων.
Έσφίγγονταν τόσο που τα μέτωπά τους ακουμπούσαν κάποτε στα χείλη
των καβαλιέρων και η στεφάνη του κρινολίνου ανασηκωνόταν. Παραμερίζοντας
όλοι, εσχημάτισαν ένα κύκλο στο κέντρο της αιθούσης, και τέσσερα
ζεύγη, τα πιο εξαϋλωμένα, άρχισαν να χορεύουν μενουέτο. Η παραίσθησις
ήταν πλήρης.
Το κομμάτι περιείχε βέβαια δυο τρεις μαγικές νότες, που επαναλαμβάνονταν
σε κάθε φράση, και οι νότες αυτές δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα
της περασμένης εποχής, συνεχή, κρυστάλλινη. Τα μικρά, γρήγορα
βήματα, οι κομψές υποκλίσεις, τα νοσταλγικά βλέμματα, τα γεμάτα
συγκρατημένο ερωτισμό χαμόγελα, περίεργες εστάμπες που είχαν διατηρηθεί
άθικτες στην προθήκη ενός μουσείου.
Έπειτα έγινε το πιο απροσδόκητο. Οι χορευτές έχασαν το λογαριασμό
τους. Ενώ έπρεπε να υπολογίσουν ακριβώς πόσα χρόνια είχαν υποχωρήσει
προς το παρελθόν, για να μπορέσουν να ξαναγυρίσουν και να βρούν
την προσωπικότητά τους, έβλεπε κανείς το πόσο είχαν γελαστεί.
Ανεπανόρθωτα γελαστεί. Εκατό ολόκληρα χρόνια επροχώρησαν, χωρίς
βέβαια να το υποπτευθούνε.
Παρακολουθούσε τώρα τις κινήσεις τους. Οι τέσσερις γυναικείοι
σκελετοί, θανάσιμα κομψοί, επήγαιναν προς τους αντρικούς κι έπειτα
επέστρεφαν με μελαγχολική χάρη, σα ν' αναγνώριζαν το λάθος τους.
Οι καβαλιέροι σταματούσαν και το κρανίο τους
εβάραινε στη γη, ενώ ψηλά, με ηλεκτρικά γράμματα που άναβαν κι έσβηναν, ήταν γραμμένο: ΑΠΟΚΡΕΩ 2027
|
|
|
Βενετια Αποψη απο Canal Grande
Βενετια - Γονδολιερης σε Καναλι
Βενετσιάνικο
Στον παλιό της Βενετιάς δρομάκο, Σ' ένα μαγαζί
μια ζωή περάσαμε μαζί
Σε μιαν ώρα μέσα·
Φτερό είχα στο καπέλο μου και δράκο
Στα στήθια ασημοκέντητο, κι εσύ,
Κοντέσσα,
Του Ζωρντάνο Μαντρεπήλια,
Τη μαντήλα,
Χρώμα θαλασσί.
΄Ω τα κρουστά πως ανασήκωνες μετάξια,
Απάνω από το πόδι το γραμμένο,
Μ' εκείνα σου τα χέρια, που ήταν άξια
Ν' αλείψουν μύρα τον Εσταυρωμένο!...
Μιλτιάδης Μαλακάσης
|