Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρισμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ,
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει... "
Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν
εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα, βαθειά στις μακρινές Ινδίες
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.