Σύβατα Θεσπρωτίας — Διαμονή /Ξεν. Elena
Τρομάζω εύκολα
στο σύμπαν του οίκου·
λες κι ό,τι πίστεψα αιώνιο
επιστρέφει τώρα
κήπος ασώματος και μοναχά το άρωμα.
Απ' τα θεμέλια εγείρομαι
κι ανοίγω την ντουλάπα
αυτή την άλλη εντοιχισμένη Άρτεμη
με τα θηράματα της ρούχα εποχής
και ντύνομαι σαν κάποιος καλεσμένος να 'ρθει.
Δεν έχω άλλη συντροφιά έξω από μένα.
(Λες και μετακινούμαι εγώ)
αλλάζω θέση στα έπιπλα,
τυφλές θεότητες οδηγημένες
από ιερούς ιστούς αράχνης, αποκόβω
τον κόσμο της πίστης και της προσφοράς
για να 'ναι όλα της φθοράς.
Τίποτα δε θα μ' ακολουθήσει στο θάνατο.
Ούτε καν ένα πανέρι λέξεις.
Ούτε καν ο καθρέφτης ο ατομικός,
κάποτε μου έσωσε το πρόσωπο
από μνηστήρων πλήθος.
Όλ' ανεξέλεγκτα ως και τα μικρά
παίρνοντας θέση αργά μα σταθερά
στο ευγενές απέραντο
είμαι μια κατοικίδια ποιήτρια,
δεν ξέρω τι είναι γνώση
όμως ό,τι ονειρεύομαι είναι σοφό.
Μέσα από κάμαρες πέρασα, κύμα
και λιγοστό αλάτι άφησα στην τράπεζα της γης.
Ας με κρίνει η θάλασσα.
|