Γ. Σεφέρης - Hμ. Καταστρώματος Α΄ — “ Η τελευταία Μέρα”
Ε ίταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς
δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: "Δεν είναι γρέγος είναι
σιρόκος" είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.
Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
"Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος" η μόνη απόφαση που ακούστηκε.
Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δεν θα μας έμενε
τίποτα πια, μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι μας τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πως είμασταν κάποτες άντρες,
τίποτε πια την άλλη αυγή.
"Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη" έλεγε η φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά "την άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά (σ)το χειμώνα κοντά στην κλειστή θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τα χρόνια. Πως θα πεθάνουμε; "
Ένα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στην ψιλή βροχή.
Πως πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν είταν σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά
της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν -Σαλαμίνι- ναυμαχίας.
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πως πεθαίνει
ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατο του, το δικό του θάνατο, που
δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα, κανείς δεν αποφάσιζε.
Την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε · όλα παραδομένα
· μήτε τα χέρια μας·
κι οι γυναίκες μας ξενοδουλεύοντας στα κεφαλόβρυσα και τα παιδιά
μας στα λατομεία.
Η φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου ένα τραγούδι
σακατεμένο:
"Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες..."
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς.
Αθήνα, Φεβ. 1939
Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας;
"Βαρέθηκα το
δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν' ανάψουμε το φως".
♦ Τελος - Ημερολογιο Καταστρωματος Α΄ (1940) Επιλογη 9 ποιηματα επι συνολου 17 ♦ Ελπιζουμε να σας αρεσαν οι επιλογες μας!