Στον Δ. Ι. Αντωνίου
Πράγματα
που αλλάξαν τη μορφή μας βαθύτερα απ' τη σκέψη
και περισσότερο δικά μας όπως το αίμα και περισσότερο—
βυθίσανε στην κάψα του μεσημεριού
πίσω από τα κατάρτια.
Μέσα στις αλυσίδες και στις προσταγές κανείς δε θυμάται
Οι άλλες μέρες οι άλλες νύχτες
σώματα, πόνος και ηδονή
η πίκρα της ανθρώπινης γύμνιας κομματιασμένη
πιο χαμηλή κι από τις πιπεριές σε σκονισμένους δρόμους
και τόσες γοητείες και τόσα σύμβολα
στο τελευταίο κλωνάρι·
στον ίσκιο του μεγάλου καραβιού
ίσκιος η μνήμη.
Τα χέρια που μας άγγιξαν δε μας ανήκουν, μόνο
βαθύτερα, όταν σκοτεινιάζουν τα τριαντάφυλλα
ένας ρυθμός στον ίσκιο του βουνού, τριζόνια
νοτίζει τη σιωπή μας μες στη νύχτα
γυρεύοντας τον ύπνο του πελάγου
γλιστρώντας προς τον ύπνο του πελάγου.
Στον ίσκιο του μεγάλου καραβιού
την ώρα που σφύριξε ο εργάτης
άφησα τη στοργή στους αργυραμοιβούς.
|