Ο Γιάννης Ξανθούλης
γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Σπούδασε δημοσιογραφία. Εργάζεται
στο ραδιόφωνο κρατώντας δική του εκπομπή (sky radio
- βλ. σχετικά) Κύρια ενασχόληση του είναι η πεζογραφία.
Πρώτο του μυθιστόρημα το "Πεθαμένο Λικέρ" με μνήμες από τα
παιδικά χρόνια δια μέσου της εξιστόρησης έργων και ημερών
της οικογένειας Καρθαίου
Με
δασωμένες μασχάλες και ζωγραφισμένο το κορμί, ξαναφορέσαμε
τα σκούρα μπλε χριστουγεννιάτικα κοστούμια και αφού ρίξαμε
μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο με την κοιμισμένη μητέρα μας,
ακολουθήσαμε τη Ραλλού στο χολ, πίσω απ' την κουζίνα, όπου
και βρισκόταν η σιδερένια καταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο.
Θα ήταν πέντε η ώρα και, όπως είχε υπολογίσει η Ραλλού, η
ένεση που έκανε η μητέρα στις τέσσερις θα την κρατούσε κοιμισμένη
άλλες δύο ώρες.
- Φοβάστε; Αν φοβάστε πέστε το να το ξέρω να πάτε να σκουπιστείτε
στο μπάνιο κι ο γάμος να μη γίνει ποτέ, είπε η Ραλλού
πριν ξεκλειδώσει το σκουριασμένο τετράγωνο.
Ένα βαρύ σιδερένιο τετράγωνο, που έκρυβε την κόλαση των ονείρων
μας κι όλα όσα ξέραμε από μισόλογα για το θρύλο του υπογείου
μας.
Έστριψε το διακόπτη, έχωσε κάποιο
κλειδί στο λουκέτο που, χρόνια τώρα, από μικρά παιδιά κοιτούσαμε
με δέος και ακούστηκαν δύο "κλικ", καθώς υποχωρούσε η αντίσταση
της κλειδαριάς. Ένιωσα τα νύχια του Φώτη μες στην ιδρωμένη
παλάμη μου...
-Σςςς... έκανε η Ραλλού, λες και ήξερε ότι η καρδιά μας
ανάβλυζε πενταπλάσιες ποσότητες αίμα, μισότρελη από φόβο.
Πρώτα εγώ κι ύστερα εσείς, ένας ένας. Φώτη, το κουτί με τις
μπομπονιέρες. Κι εσύ τις λαμπάδες, όπως είπαμε.
εργα και ημερες της οικογένειας Καρθαιου
Τι είπαμε; Τα ΄χα χαμένα για να αναλογιστώ τι είπαμε,
πως σχεδιάσαμε την ιεροτελεστία εκεί στα κατάβαθα. Κατάλαβε
το φόνο μας, που έπαιζε μες στις διεσταλμένες κόρες των ματιών
μας. Έσκυψε και μας έκλεισε τα μάτια με φιλιά. Με αμέτρητα
φιλιά, όπως ήξερε από γεννησιμιού της η αδελφή μας. Έπιασε
τα χέρια μας και τα δάγκωσε ελαφρά, για να κυκλοφορήσει το
αίμα πιο γρήγορα και ήρθε κι απόθεσε στη ρίζα των λαιμών μας
άλλα φιλιά, πιο μεθυσμένα από 'κείνα των ματιών, πιο δραστικά
και ικανά να αναστείλουν τον τρόμο και να τον κάνουν πόθο —αν ξέραμε τότε πόσο κοντά στον τρόμο ήταν ο πόθος που ανάβλυζε απ' τα παιδικά παραπλανημένα μας κορμιά. Αλλά το ξέραμε; Ίσως ναι.
Δεν ήταν πιο πολλά από δώδεκα
τα σκαλοπάτια που μας έβγαζαν στο υπόγειο. Η Ραλλού μας οδηγούσε
χωρίς λάθη, χωρίς ν' αναρωτηθεί ούτε στιγμή που να στρίψει
ή που να πατήσουμε, για ν' αποφύγουμε τις αράχνες και τα πράσινα
βελούδα της γλυκερής υγρασίας που ξεχύνονταν από παντού, με
αρώματα σήψης από παλιό κρασί.
Κατάπληκτοι παρατηρούσαμε τα
αρμονικά διατεταγμένα βαρέλια, τα ντεπόζιτα που οξειδώνονταν
με τιρκουάζ δάκρυα, τα σκονισμένα μαβιά μπουκάλια που έχασκαν
άδεια με ορθάνοιχτα στόματα στα μισοσκότεινα ράφια, άλλα μπουκάλια,
διαφανή, γεμάτα ουσίες στο χρώμα του λασπόνερου ή του τριαντάφυλλου,
όλα με τάξη και σημασία κι ας ήταν κλεισμένα μισό αιώνα εκεί
μέσα.
"Προχωράτε και πατάτε όπου κι εγώ", μουρμούριζε η Ραλλού
για να μας αποσπάσει απ' τις εκπλήξεις του μαγικού υπογείου
μας.
Λικερ Tentura Vantana - Πατρα
Πριν πολλά χρόνια εδώ ήταν η αρχή της ακμής της οικογένειας Καρθαίου. Ποτοποιία ο Άγιος Φραγκίσκος. Δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο σημαντικός ο Άγιος Φραγκίσκος για τα κρασιά και τα λικέρ,
προπαντός για τα λικέρ που ήταν το φόρτε της βιοτεχνίας του παππού.
Άκουγα για ποτάμια απομιμήσεων Κουαντρό κι άλλων γαλλικών λικέρ, καθώς και ισπανικών και γερμανικών, με γεύσεις στυφές, πικρές αλλά ενδιαφέρουσες στα εξέχοντα
στόματα κάποιων πελατών - που φαντάζομαι τώρα πια θα'χουν
πεθάνει ή θα 'χουν στερηθεί ολότελα τις πολυτελείς αισθήσεις
τους, μέσα στα προχωρημένα γεράματά τους.
Απ' τη στιγμή που καταλάβαμε τον κόσμο, εγώ κι ο αδελφός μου, θυμόμαστε σαν δεύτερη ή σαν
τρίτη λέξη μας τη λέξη λικέρ. Πρώτα είπαμε, νομίζω,
γάλα, μετά μαμά και αμέσως μετά λικέρ.. Το ακούγαμε να τριβελίζει
τα νεύρα του σπιτιού, των γονιών μας και των απογόνων του
παππού, θείες, παραθείες και μακρινές, αιωνόβιες ξαδέλφες,
και το φανταζόμασταν πιο πολύ σαν μια αδήλωτη αρρώστια παρά
σαν ποτό ευγενικό, σερβιρισμένο στα κρυστάλλινα μικροσκοπικά
ποτηράκια μας, που ξεκίνησαν σαν σερβίτσιο των δώδεκα και
σήμερα απόμειναν τρία όλα κι όλα.
-Μυρίζει κάτι, Μυρίζει όπως στα ποτοποιεία... Κράτα τις
λαμπάδες μη σου πέσουν, είπε η αδελφή μας. Μύριζε, όμως,
οξειδωμένη λαμαρίνα, μέντα, βύσσινο σάπιο και μούχλα. Είχε
δίκιο ο Φώτης.
Σταματήσαμε, μ' ένα νεύμα της
Ραλλούς, καταμεσής σ' ένα ρεύμα φορτισμένο από αρώματα που
θύμιζαν καρυδόφυλλα πατημένα στο μάρμαρο της εκκλησίας τη
μέρα της Πεντηκοστής, κάτι που ήξερα να ξεχωρίζω από πολύ
παλιά, μια κι έβρισκα συγκινητικό το γονάτισμα του εκκλησιάσματος
πάνω στα καρυδόφυλλα.
Μείναμε για μια μοναδική στιγμή κι οι
τρεις ν' αφουγκραζόμαστε τους παράξενους τριγμούς και ήχους
που έκαναν οι εγκαταλειμμένες συσκευές, λες και ξύπνησαν τιμής
ένεκεν, το απόγευμα των Χριστουγέννων του '57, τυφλά αλκοολικά
βατράχια που κοιμόνταν μισό αιώνα και βάλε και μας καλωσόριζαν.