Γρ. Ξενόπουλος - “Αναδυομένη” —Μια ευτυχής ιστορία με άδοξο τέλος Ηρωίδα η Κλαίλια - Α΄έκδοση, Κολλάρος 1925
Εκάθησαν στο πεζούλι, κουβεντιάζοντας ήρεμα κα κοιτάζοντας το πανόραμα
της εξοχής και της χώρας, αμυδρά καθρεφτισμένο στα ήσυχα νερά,
ώσπου σκοτείνιασε κι άναψαν εδώ κι εκεί τα πρώτα φώτα.
Tότε
γύρισαν στην Πλατεία, που τη βρήκαν φωταγωγημένη και κοσμοπλημμυρισμένη.
Η μικρή μπάντα της Φιλαρμονικής, στο κέντρο, έπαιζε έν' ατέλειωτο
ποτ-πουρρί από τη "Λουτσία".
Έκαμαν ακόμα ένα-δυό γύρους, σα νάθελαν να τους ξαναϊδούν
όλοι έτσι και τους τρεις, και γύρισαν στο τραπέζι όπου τους
περίμεναν οι δικοί τους. Τους βρήκαν όμως μονάχους. Οι φίλοι
είχαν σηκωθεί. –Τι γίνατε, καλέ σείς; –Στην τσίμα του Πόρτου καθόμαστε. –Μπά; Κι εγώ έλεγα πως πήρατε το δρόμο
να γυρίσετε στην "Αναδυομένη".
Αυτό το είπε ο κ. Μεμάρης. Κι ο κόντε-Τζώρτζης, με δυνατά
γέλια, πρόσθεσε: –Α, μπά! Άμα είναι μαζί αυτοί, κι η χώρα
τους αρέσει το ίδιο. Έ, Ντένη; Βρίσκεις καμμιά διαφορά;
Ολονών το ύφος ήταν αλλιώτικο. Τα παιδιά τους έβρισκαν σα
μεταμορφωμένους κι από χαρά μα κι από κάποια συγκίνηση. Κι
ενώ ήταν τόσο γελαστοί, είχαν και κάτι το επίσημο. Φυσικά!
Στην απουσία των παιδιών, άμα σηκώθηκαν κι απ' το τραπεζάκι
τους οι δυο ξένοι, ο κόντε-Τζώρτζης τα είπε όλα στους Μεμαραίους:
Η Κλαίλια η ίδια, με το στοματάκι της, του ξομολογήθηκε πως...
δεν μπορούσε να ζήσει χωρις τον Ντένη!
Αν και το ήξερε αυτό
ο κόντε-Τζώρτζης προ πολλού και το είχε μάλιστα πει του σιόρ
Μεμάρη, ούτε στην Κλαίλια ούτε σε κανέναν άλλο έκαμε λόγο,
γιατί είχαν συμφωνήσει τότε οι δυό τους "ν' αφήσουν να
μιλήσουν πρώτα τα παιδιά..."
—Θυμάστε κυρία Μεμάρη...; εκείνη την αυγή που γελούσαν
και δεν σας έλεγαν... γιατί; Αυτό ήταν!... Και να, τα παιδιά
μίλησαν! Να τους αρραβωνιάσουν δηλαδή να ησυχάσουν όλοι. Ακόμα
κι ο παπα... Ιγνάτιος που είχε εκφράσει κάποιες ανόητες ανησυχίες...
Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψουν πως ειπώθηκαν όλα αυτά, τα παιδιά.
Και χωρίς να το θέλουν, πήραν το ίδιο ύφος των γέρων: γελαστό,
χαρούμενο, συγκινημένο και λιγάκι επίσημο. Και περίμεναν...
Άξαφνα σε μια στιγμή σιωπής, ο κ. Μεμάρης, κοιτάζοντας το
Ντένη και την Κλαίλια ρώτησε: — Δεν μου λέτε σας παρακαλώ...
Στάθηκε, έσκυψε, χαμήλωσε τη φωνή, για να μην ακουστεί από
τους διπλανούς, κι εξακολούθησε: —Το ξέρει ο Παύλος, πως τα ταιριάξατε εσείς οι
δυό;
—Ω! το ξέρει! αποκρίθηκε ζωηρά ο Ντένης: Πρώτα του Παύλου
το είπα.
—Και τι λέει;
—Είναι συμφωνότατος.
—Και πολύ ευτυχής! επρόσθεσε αμέσως ο Παύλος.
—Κι εμείς λοιπόν είμαστε συμφωνότατοι, είπε τότε ο κ.
Μεμάρης.
—Και πολύ ευτυχείς! επρόσθεσε ο κόντε-Τζώρτζης.
—Είσαστε αρραβωνιασμένοι! τους ψιθύρισε η κυρία Μεμάρη.
Να, την ώρα που λείπατε, εμείς εδώ σας αρραβωνιάσαμε.
—Και για να το μάθει κι όλος ο κόσμος, είπε ο κόντε
Τζώρτζης, που λες και ξεπίτηδες μαζεύτηκε απόψε στην Πλατεία,
σηκωθείτε να κάμετε δυό-τρία σουλάτσα οι δυο σας αλα-μπράτσο.
—Κι ο Παύλος μαζί; έκαμε η Κλαίλια.
—Όχι ο Παύλος! οι δύο σας! Τώρα πια σας αρραβωνιάσαμε!
Τι ωραια! Α, μα είχαν γούστο αυτοί οι γέροι!... Έτσι μάνι-μάνι,
χωρίς φουσκωμένα λόγια, ευχές, συγκίνησες, σάχλες, τα είπαν
και τα τέλειωσαν μια χαρά!
Οι αρραβωνιασμένοι σηκώθηκαν, κατέβηκαν από το πεζοδρόμι του
Καζίνου στο στρωτό κοκκινόχωμα της Πλατείας, προχώρησαν ως
τη γραμμή του Περίπατου, πιάστηκαν μπράτσο, κι ανακατώθηκαν
με τον κόσμο.
Αυτό ήταν!
Τώρα πια έβλεπαν φανερά όλοι ποιό απ' τα δυό Μεμαρόπουλα είχε
διαλέξει η κοντεσίνα. Τι λέω; Τα σουλάτσα εκείνα ήταν και
το επίσημο αγγελτήριο των αρραβώνων. Γιατί αυτή η συνήθεια
υπήρχε στον τόπο: Οι αρραβωνιασένοι να κάνουν την πρώτη τους
εμφάνιση, στην Πλατεία, την ώρα του περίπατου και της μουσικής
αλαμπράτσο, οι δυό τους. Συνήθως τους ακολουθούσαν κι οι γέροι
τους από πίσω καμαρωτοί. Οι γέροι των δικών μας όμως επροτίμησαν
να καθήσουν στο τραπεζάκι τους και ν' αφήσουν τα παιδιά να
κάμουν αυτήν την επίδειξη μονάχα τους.
Ο κόσμος εσάστιζε χαρούμενα, άνοιγε να περνούν, τους χαιρετούσε
με διάχυση μεγάλη, τους πετούσε ευχές: "Να ζήσετε!"
Ήταν απο τα χαριτωμένα αλήθεια της μικρής επαρχιακής ζωής.
Άλλοι έλεγαν:
"Μπράβο του του Ντένη ωστόσο! Αν και μικρότερος,
στάθηκε πιο καπάτσος απ' τον αδελφό του.
Άλλοι παρατηρούσαν:
"Ας είναι, η Κλαίλια δεν έχει και τόσο-τόσο γούστο.
Τον Παύλο έπρεπε να διαλέξει".
Κανένας όμως, κανένας, ούτε είπε, ούτε σκέφτηκε πως τη στιγμή
εκείνη ο Παύλος μπορούσε νάταν δυστυχισμένος. Μα και να το
σκεφτόταν κανένας, θάφτανε να ρίξει μια ματιά στο τραπεζάκι
του Καζίνου, για να ιδεί πως έκανε λάθος. Κι ο ίδιος ο παπα-Ιγνάτιος,
που είχε τον "άλλον" για ταξίδι λησμονιάς, θα ομολογούσε
τώρα πως γελάστηκε. Ποτέ ο Παύλος Μεμάρης δε φάνηκε φαιδρότερος.
Ούτε στο "μυστικό δείπνο" που είχε μεθύσει με παλιό
κρασί. Μιλούσε, γελούσε, φώναζε, χειρονομούσε ζωηρά και κάθε
τόσο γύριζε στο πλήθος, για ν' ανακαλύπτει τους αρραβωνιασμένους,
να τους δείχνει στους δικούς του με χαρά και καμάρι: "Νά
τους! νά τους!" 'Εκανε σαν παιδί, σαν ένα μικρό καλό
παιδί, χωρίς ζήλεια, χωρίς φθόνο, χωρίς κακία οποιαδήποτε.
Κι αυτή ήταν η στάση κι η διάθεση του Παύλου από τ' απόγευμα
εκείνο κι εφεξής. Έδειχνε πως ήταν κατευχαριστημένος, τρισευτυχισμένος,
πως κανένας δεν είχε χαρεί περισσότερο απ' αυτόν για την ευτυχία
του αδελφόυ του...
Ωστόσο, τα φουσκωμένα λόγια, τις ευχές, τα φιλιά και τ' αγκαλιάσματα,
-τις "σάχλες" ή τα "ρεντικολάκια" όπως
τα'λεγαν στον τόπο, οι αρραβωνιασμένοι δεν μπόρεσαν να τ'
αποφύγουν ως το τέλος.
Αφού ερήμωσε πια ο περίπατος, οι δυό
οικογένειες μπήκαν ανάκατα στις καρότσες τους και πήγαν στο
σπίτι του κ. Μεμάρη. Και κει πια τα "ρεντικολάκια"
έδωσαν και πήραν. Τους έβαλαν, φαντάσου! να φιληθούν μπροστά
τους! Τους έραναν ακόμα και με ρύζι!... Ως και δάκρυα γυάλισαν
στα μάτια των γέρων, που στα παιδιά φάνηκε παράξενο κι ανυπόφορο.
Ακούς εκεί, να κλαίνε καλέ! Μα κι ο κόντε Τζώρτζης;... κι
αυτός;...
Το καλό ήταν πως τα "ρεντικολάκια" δεν βάσταξαν.
Γρήγορα τα δάκρυα στέγωνσαν, οι ευχές εξαντλήθηκαν, οι συγκίνησες
κατευνάστηκαν και στο σαλόνι του Μεμάρη έγινε ένα ωραίο οικογενειακό
προβέγγερο, όλο με αστεία για τα κρυφοφιλήματα των παιδιών
και τ' άλλα επεισόδια της εξοχής. Εκεί μάλιστα έμαθαν οι ενδιαφερόμενοι
πως την "προδοσία" όλη την είχε κάμει η χοντρο-Νένε
που τους είχε δει με τα μάτια της να φιλιούντε... —Θα της δείξω εγώ! φοβέρισε ο Ντένης. Θα την αρπάξω
απ' την πλεξίδα και... θα την φιλήσω!
—Κακομοίρη μου! του αποκριθηκε η Κλαίλια. Σε σκοτώνει
ο Τζουάνες!..
Έμειναν μαζί ως τις δέκα. Έπειτα οι αρραβωνιασμένοι φιλήθηκαν
πάλι μπροστά σ' όλους -α, τι σαχλό!- κι ο κόντε-Τζώρτζης, κι
η κοντεσίνα, ξαναμπήκαν στην καρότσα τους και γύρισαν στην
Αναδυομένη. Έτσι έγιναν οι ευτυχισμένοι αρραβώνες της Κλαίλιας και του
Ντένη
Με τον καρό πάλι, κι ο θρύλος αυτός ξεχάστηκε. Ως
σήμερα όμως τα μπλαβάκια εκείνα του βουνού, μικρότερα λιγάκι
και ξέθωρα σαν εκφυλισμένα μα πάντα όμορφα, χαριτωμέν' αγριόκρινα,
φυτρώνουν και στ' ακρογιάλια της "Αναδυομένης".
Κι από τότε, στον τόπο, τα λένε "κλαίλιες".
Σημειώσεις
⇔ Ίσως ξενίσει τον σημερινό αναγνώστη με
τις υπερβολές και τους διάφορους χαρακτηρισμούς όμως το έργο ανταποκρίνεται στη συγκεκριμένη εποχή που το τοποθέτησε ο συγγραφέας του (τέλη 19ου), πρόκειται για μια αναβίωση ενός χρόνου παρελθόντα (τότε που στη Ζάκυνθο υπήρχαν κόντηδες, κοντεσίνες) και αφορά στα ήθη και τα έθιμα εκείνης της εποχής. Ωστόσο αν και "μυθιστόρημα εποχής" είναι διαχρονικό προς όλα τα υπόλοιπα και 'κει έγκειται η αξία του.
⇔ Ο Ξενόπουλος ως γνήσιος δημοτικιστής χρησιμοποιεί
αυτούσια τη ντόπια λαλιά -Ζάκυνθος, τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα- ως γλωσσικό ιδίωμα του έργου.
⇔ Α΄Δημοσίευση εφημερίδα "Έθνος" 21 Ιανουρίου~26 Μαρτίου 1923