Aμίλητη, κυνηγημένη φτάνει σ' ερειπωμένο τοίχο
στηρίζεται και περιμένει ένα κελάδημα, ένα στίχο.
Γύρω το δάσος με τις μπόρες
φεύγει σαν πλοίο στην τρικυμία.
Κι ήτανε ημέρες ανθοφόρες -επέρασαν- κι ήτανε μία...
Τώρα την άβυσσο ρωτάει
πως βρέθηκε άξαφνα δω πέρα
ενώ στα μάτια της κρατάει, φως
όλη, εκείνη την ημέρα.
Ψυχή, λησμόνει τα όνειρά σου
Ήρθες, πουλί στην καταιγίδα,
κι εχάρισες όλου του δάσους
την τελευταία μας ελπίδα.
|