1
Μάνα, τον ήλιο εδώ σκεπάζουν ίσκιοι
κι αναπαμό ποτέ η καρδιά δε βρίσκει ένα—
οι αυγές κ' οι νύχτες μας γυρνούν φρικτές
πεντάλφες γράφουν στό σκοτάδι σήματα,
που τον κίνδυνο μηνούν,
πύρινα φίδια από τα βάθη του Άδη.
Ζούμε στ' αμπριά θαμμένοι, διπλωμένοι
κ' έξω απ' την τρύπα ο θάνατος περιμένει.
Μας έπνιξαν το φως και τη χαρά,
στεγνώσαν την ψυχή μας και το σώμα,
μα κάτι μέσα μας κυλά βουερά
και ξέσπασμα δε βρήκε κάπου ακόμα.
Φουσκώνουν της ζωής μας τα πελάη
σ' όλες τις φλέβες μου, αίμα μου κυλάει
της Μαριγώς το φλογερό φιλί...
(θέλω να πω, μητέρα μου, για κείνο
το φιλί της που μούδωσε δειλή
προτού για την πατρίδα μας μακρύνω).
Η κάθε μου ίνα τη χαρά φωνάζει,
μα ο πόλεμος, τη νιότη μου σκεπάζει
και με ατσάλι αναμμένο με κεντά
όμως, μέσα μου η καρδιά μου δε λυγίζει.
Μητέρα, εδώ, στο θάνατο κοντά,
πρωτόμαθα το πόσο η ζωή αξίζει.
2
Μάνα, μιά παπαρούνα σήμερα είδα
έξω απ' τ' αμπρί και μ' άγγιξε η ελπίδα.
Σαν το πουλί, που πάει κλαδί-κλαδί,
παίρνω και γώ στρατί το μονοπάτι,
στης μνήμης ακουμπώντας το ραβδί,
ν' αράξω στο χωριό ψυχή και μάτι.
Τέτοιον καιρό μας δέχονταν οι κάμποι,
μες' απ' τα φύλλα βλέπαμε να λάμπει
η θάλασσα γαλάζια και στιλπνή
οι νεραντζιές ευώδιαζαν τις ώρες
κι ακούαμε στη σιωπή την αυγινή
στη χλόη να πέφουν οι οπώρες.
Της Κυριακής τα βράδια, καθισμένοι
στης αυλής το πεζούλι ειρηνεμένοι,
αφουγκραζόμασταν εκστατικοί
του τριζονιού τις τρίλλιες απ' το φράχτη
και πλάι μου εσύ, σα Μοίρα φιλική,
της στοργής σου ξετύλιγες τ' αδράχτι.
Στον ουρανό ένα-ένα ανάβαν τ' άστρα
κι άνθιζαν τ' άστρα στου νού μας τη γλάστρα
κι όλα είταν γύρω αγνά, γλυκά, ιερά,
και μου είταν η καρδιά τόσο καθάρια
που ήθελα να χαϊδεύω τρυφερά
τους ανθρώπους, τα ζώα και τα λιθάρια.
|