Σταχτης χειμωνας
Σταχτής χειμώνας. Το σταχτί δεσπόζει έξω και μέσα στο
τοπίο. Σταχτιά σπίτια, οι δρόμοι, τα βουνά σταχτιά, τα λίγα δέντρα.
Ετούτο το καίκι απορριγμένο στη στεριά - το θυμάμαι από πρόπερσι,
κάποιος αδέξιος παραθεριστής είχε καθήσει στο ένδοξο λιοπύρι
και το ζωγράφιζε- έτσι ξεχασμένο και πράταιρο
στο τότε φως και στα γέλια των λουομένων.
Τώρα βρήκε τη θέση του βολεύτηκε,
κι ας έσπασαν οι ανέμοι τα κατάρτια του,
μες στη σταχτιά ερημιά, στην άφωνη βουή της θάλασσας
που έτσι με το να λέει, να λέει, κανείς δεν τη προσέχει πιά
-τη συνήθισαν
όπως ένα παλιό, τεράστιο εκκρεμές που ξεχάστηκε στο άπειρο,
όπως το αίμα που κυλάει αγνοημένο μεσ' στις φλέβες.
Βολεύτηκε δίπλα σ' αυτά τα σπίτια της ακρογιαλιάς,
γδαρμένα απ' τα νύχια του χρόνου και του ανέμου,
της σιωπής και το πόνου,
δίπλα σ' αυτά τα εγκαταλελειμμένα καταστήματα
με τις δυσκολοδιάβαστες επιγραφές,
τα "Γενικόν Εμπόριον" και "Καφενείον η Ρέμβη"
Αθήνα 1957 - (απόσπασμα) |