Ο ηδονικός Ελπήνωρ
Εργο Ακουαρελα:
Νικος Εγγονοπουλος - Νεο Πρωι
Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα κάτω απ' το παράθυρό μου
θα 'ταν επτά περίπου μια γυναίκα ήταν μαζί του.
Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει να τσακιστεί
κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος.
Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους
τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση
κι έπειτα κοίταζε μ' ανυποπονησία εκεί που τηγανίζουν ψάρια
σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ' ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:
—"Άκουσε ακόμη τούτο.
Στο φεγγάρι τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς - τ' αγάλματα
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο θέλω να πω".
—"Είναι το φως... ίσκιοι της νύχτας...".
—"Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι, σκοτεινός κόρφος,
και σε γέμισε άστρα κόβοντας τον καιρό.
Κι όμως τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο στα δυό, σαν το ροδάκινο
κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφυλλητό
Ο Οδυσσεας στο νησι των Φαιακων -
πηγη
—"Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο".
—"Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις;
θέλω να πως με τα σπασμένα μέλη τους
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.
—"Όπως όταν στα τελευταία της νιότης σου
αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ' άλλα κρεββάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα,
τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη,
σώματα που ήταν μια φορά
την ηδονή τους.
Όπως όταν
γυρίζεις απ' τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής.
Αλήθεια τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα εσύ είσαι το ρημάδι
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι, στο γραφείο, στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου
μιλούν για περιστατικά που θα 'θελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατο σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί..."
—"Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα".
—"...γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά... καληνύχτα".
Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε
την ανηφόρα που τραβάει προς την Άρκτο
κι αυτή προχώρησε προς το ολόφωτο ακρογιάλι
όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:
[Πηγή Ίκαρος Γιώργος Σεφέρης Ποιήματα 1965 σ. 273]
Ο Ελπήνωρ υπήρξε πρόσωπο της Ομήρου Οδύσσειας σύντροφος του Οδυσσέα που μεταμορφώθηκε από την Κίρκη σε γουρούνι. Αργότερα επανήλθε στη μορφή του όπως και οι υπόλοιποι σύντροφοι. Όμως την παραμονή της αναχώρισης του Οδυσσέα απ' το νησί της Κίρκης έχοντας ανεβεί στην ταράτσα του ανακτόρου της Κίρκης έπεσε και σκοτώθηκε όταν εδόθη η παραγγελία απ' τον Οδυσσέα να φύγουν απ' το νησί νομίζοντας πως βρισκόταν στο έδαφος. Μεταφορικά θεωρείται σαν ένας απλοϊκός άνθρωπος εν συγκρίσει με τον πανούργο Οδυσσέα
|