"Πανιά στο φύσημα του αγέρα
ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα
Άρωμα πεύκου και σιγή
εύκολα θ' απαλύνουν την πληγή
που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης
η σουσουράδα ο κοκοβιός κι ο μυγοχάφτης
Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή
άκουσε των ανέμων την ταφή.
Άδειασε το χρυσό βαρέλι
ο γήλιος έγινε κουρέλι
σε μιας μεσόκοπης λαιμό
που βήχει και δεν έχει τελειωμό
το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβει
με τα μαλάματα στους ώμους και την ήβη.
Γυναίκα που έχασες το φως,
άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.
Σκοτείνιασε κλείσε τα τζάμια
κάνε σουραύλια με τα χθεσινά καλάμια,
και μην ανοίγεις όσο κι αν χτυπούν
φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ' την άμμο, κι απ' τη θάλασσα ανεμώνες
γυναίκα που έχασες το νου,
άκου, περνά το ξόδι του νερού.
—Αθήνα. Ανελίσσονται ραγδαίως
τα γεγονότα που ήκουσε με δέος
η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός
εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός...
- ...πάρε κυκλάμινα... πευκοβελόνες...
κρίνα απ' την άμμο... πευκοβελόνες...
γυναίκα...
—"...υπερτερεί συντριπτικώς,
Ο πόλεμος..." ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ
|