Είχε η βεράντα σκοτεινιάσει
πλάι μας φτερούγισε μιά βιάση
στίς δυό καρδιές είχε φωλιάσει
αντίρροπη μιά εξομολόγηση.
Και η άκαρπη φωνή εμαράθη
στά χείλια μας μελίσσι λάθη
καί μόνο απ' τού κορμιού τα βάθη
θεέ μου, προσμέναμε μιά βλόγηση.
Σκοτάδι βούιζε μές στό σπίτι
κι' από το φώς τού αποσπερίτη
ως των μαλλιών σου τό μαγνήτη,
θυμίσου τόν απρόσιτο άγγελο
με τα γοργά τά δαχτυλίδια
πεσμένα ξάφνου, δυό ριπίδια
στή σκέψη πού μέ δέηση ίδια
διαβάζαμε σάν τετραβάγγελο.
Εργο Χατζηκυριακος Γκικας - Βεραντα
Γυναίκα, της ψυχής μου ξένη
το ξάφνιασμά σου μου απομένει
ωραία γυναίκα αγαπημένη,
το βράδυ αυτό το ανόητο, σήμερα
και των ματιών σου οι μαύροι κρίκοι
και της νυχτιάς η ανάερη φρίκη...
Σκύψε να μπεις πάλι στη θήκη
λεπίδι της σιωπής μου, χίμαιρα.
Συλλογή "Στροφή" - 1933 |