Το
ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο τόπο
ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής
που φτερούγισε κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου
η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση και με τόσο
κόπο
ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου.
Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα
φερετροποιεία...
Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός
που διανυχτερεύει;
Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν
το στόμα τους σαν άγρια θηρία
ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει αστρονομίζεται
γυρεύει.
Στενοχωριέται: ά(ν) χτυπήσουν την πόρτα ποιός θ' ανοίξει;
Αν ανοίξει βιβλίο ποιόν θα κοιτάξει; Αν ανοίξει την ψυχή του
ποιος θα κοιτάξει; Αλυσίδα.
Που 'ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και
τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες.
Μονότροπος μονόλογος μπροστά στον καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι η πλήξη απλώνει.
Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι,
μα το καράβι ακολουθάει το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε
από το λιμάνι
πως μεγαλώσαν τα νύχια του καπετάνιου...
κι ο ναύκληρος αξούριστος που 'χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα...
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ' άρμενα καμαρώνουν
κι η μέρα πάει να γλυκάνει.
Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η γοργόνα,
κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα. |