Ξυπνώντας,
ένιωθε γύρω του μια καθαρότητα, κάτι σαν ατμόσφαιρα νοσοκομείου,
μια εντύπωση ευχάριστη, σα να 'χε βαθιά αναστενάξει - ένιωθε
πάντα μια σύντομη χαρά, όση χαρά του είχε απομείνει...
Καθώς κάποιο αόρατο χέρι να κρατούσε στο βυθό τα φύλλα και
τα νεκρά ξύλα και τον πηλό που θ' ανέβαιναν σε λίγο στην επιφάνεια
της, η σκέψη του μπορούσε τώρα να λαμποκοπά, στραμμένος προς
τον ουρανό καθρέφτης, λίμνη όπου πράσινες και χρυσές πλάκες
φωτός απλώνονταν κι έσβηναν ασύλληπτες, χωρίς να πάρουν σχήμα,
μπαίνοντας σαν γενεές η μια στη θέση της άλλης, βιαστικά-βιαστικά,
με το φόβο της πετριάς που θα τις διέλυε.
Η εντύπωση εκείνη διαρκούσε λίγα δευτερόλεπτα.
Ύστερα ερχόταν η μνήμη κρατώντας στο ένα χέρι τα φίδια του
παρελθόντος και στο άλλο την σκοτεινή απαντοχή.
Εδώ υπάρχει μια σιωπή μεγάλη, ένα κενό που θα μπορούσε
να χωρέσει όλες τις πλαδαρές φιγούρες της πραγματικότητος
Κάποιο πρωί, στην ατμόσφαιρα αληθινού ίσως νοσοκομείου, αφού
ανέπνευσε βαθιά καθώς άλλοτε, δεν κατόρθωσε να ξυπνήσει.
Κι αυτό ήταν η ζωή και ο θάνατος του φίλου μου. |