Σαν
φέρετρο που προχωρεί, ενώ κρυφά ο νεκρός
Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του
Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα.
Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας
Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες
Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζαθιάς
Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια
Πέρα στο σέλας τω πλωτών βουνών
Κι από το άχ! του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα...
Η γη συνάζει ολόγυρα τους γαλαξίες των δένδρων της
Και μες στη μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά
Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της: Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων
Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ' ουρανού.
Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι
Μολόχες ντύνονται και πάν' στους τάφους για κεριά
Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό που χάνεται.
Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινό ΄Ηρεμη στέγη με την καμινάδα της
Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης! |