—Θυμάσαι
τη φτωχούλα την καλύβα
στο πλούσιο δάσος, πέρα απ' το χωριό;
—Θυμάμαι την καλύβα τη φτωχούλα,
σαν ξωκλήσι και σαν ασκηταριό.
—Τον ασκητή θυμάσαι της καλύβας;
(Τάχα κλέφτης; καλόγερος; βοσκός;)
—Θυμάμαι. Ακόμα κλαίει μες
στον αγέρα της φλογέρας του ο πόνος, μυστικός
—Θυμάσαι τη χλωμή
σωμένη του όψη και τ' αλαφροσκυμμένο του κορμί;
—Θυμάμαι κάτου απ' τα δασά
του φρύδια τη σαγηνεύτρα της ματιάς του ορμή.
—Θυμάσαι τη φωτιά
στο πλούσιο δάσος, τη βραδινή φωτιά την ξαφνική;
—Θυμάμαι. Λάμια. Στάχτη και
η καλύβα. Το πλούσιο δάσος πάει. Ώρα κακή.
—Θυμάσαι; Τι ν' απόγινε;
Κανένας δεν τον ξανάειδε πια τον ασκητή.
—Δεν ξέρω. Όμως απάνου
απ' όλα ο νους μου της καλύβας τη θύμηση κρατεί,
γιατί στ' αποκαίδια της γερμένος ένας Έρωτας ξέγνοιαστα,
σκληρά,
τα βρεφικά του ζέσταινε τα χέρια και τ' αρχαγγελικά του τα φτερά. |