Ζωγραφικη Μιχαλης Οικονομου - Σπιτι διπλα στη θαλασσα
Ένα έργο για την κοινωνική αδικία και τη διαφθορά από τη θεοποίηση του χρήματος. Ένα έργο που αγαπήθηκε πολύ και το οποίο τίθεται υπέρ μιας κοινωνίας στην οποία το χρήμα δεν έχει δικαιοδοσία. Γραμμένο στη δημοτική με το κερκυραΪκό ιδίωμα, απεικονίζει τα ήθη της Κερκυραϊκής κοινωνίας της εποχής κατά την οποία εκδόθηκε (1914).
Η ταβέρνα του Δημάτσου επουλούσε το καλύτερο κρασί κι είχε μάγειρα σπάνιο. Ήταν ένα μεγάλο πλακόστρωτο μαγαζί, σκοταδερό την ημέρα,
μέσα σ' ένα στενό σοκάκι της χώρας και τη νύχτα ομοίως λίγο
φωτισμένο από μερικά σιδερένια λυχνάρια που εκρεμόνταν εδώ κι
εκεί, πάνουθ' απ' την ογνήστρα και τα τραπέζια
και στον πίρο των βαρελιών.
Κόσμος εσυναζότουν αυτού πλήθος αλλά τώρα η ώρα ήταν προχωρημένη
κι οι πολλοί είχαν φύγει· μόνο τέσσεροι τεχνίτες της χώρας έπαιζαν
ακόμα στα χαρτιά το κρασί τους, κι δύο άλλοι εκουβέντιαζαν σοβαρά
μπρός σε δύο ποτήρια γιομάτα.
Εμπήκε τότες μέσα ένας χωριάτης γέροντας, ψηλός, λίγο γυρμένος
από τα χρόνια, μ' ένα χοντρό δικανίκι στο χέρι. Το πρόσωπό του
δεν ήτα άσχημο μ' όλην τη χαλάστρα του καιρού, τές ζάρες της
ηλικίας· τα χείλη του ήταν παχιά, η μύτη χοντρή λίγο, τα μάτια
ζωερά και γοργοκίνητα. Εκαλησπέρισε και τον αντιχαιρέτησαν όλοι·
έπειτα επήγε κι εκάθισε σιμά στους δύο τεχνίτες που εκουβέντιαζαν,
γιατί απάνου στ' άδεια τραπέζια τα φωτερά ήταν σβησμένα.
Ερώτησε τον ταβερνιάρη:
—"Μου δίνεις να φάω;"
—"Δεν έχω παρά τηγανισμένα ψάρια" αποκρίθηκε ο
Δημάτσος· "είχα πολύν κόσμο απόψε· αλλά το κρασί μου είναι
αθάνατο".
—"Καλά· φέρε μου" είπε ο χωριάτης.
Οι τεχνίτες εκοίταζαν το νιόφερτο κι ο ένας, από κείνους που
δεν έπαιζαν, άντρας ηλικιωμένος, τον ερώτησε:
—"Γέροντα, από τί χωριό είσαι;"
—"Από μακρινό μέρος" απάντησε ενώ ο ταβερνιάρης του 'φερνε το φαγητό "από το Ροπίλα".
Ο συνομιλητής του εχαμογέλασε, τον εκοίταξε (ε)ξεταστικά κι έπιε
μια γουλιά κρασί· ο άλλος τεχνίτης, που εφαινότουν χτίστης από
τ' ασβεστωμένο ρούχο του, τον ερώτησε πειραχτικά:
—"'Ε γέροντα, κάθονται τώρα ήσυχοι οι χωριανοί σου ή σκοτώνονται πάντα;"
Η όψη του χωριάτη εσκοτείνιασε, επήρε μια χαψιά, κι απολογήθηκε;
—"Πως ρωτάς έτσι για το χωριό μου; Δεν ξέρεις πως είμαστε τίμιος κόσμος, όσο πουθενά, ουδέ στη χώρα; Κι αν ακούεται κάτι,
δεν είναι όμως ποτέ δολερό".
—"Είναι ανήσυχοι οι χωριανοί σου" είπε ο χτίστης μ' αδιαφορία.
—"Θυμούμαι, είναι τώρα χρόνια πολλά, εφτιάναμε στο Ροπίλα μίαν εκκλησία,
τον άι-Νικόλα· κι εγίνηκε κάτι που δε θα λησμονηθεί ποτέ. Είναι
πάνου από είκοσι χρόνια. Είχε σκοτώσει το Γλαβοστάθη ο Μάγρης".
Ο γέροντας αναστέναξε, εκοίταξε ολόγυρά του, το πρόσωπό του επήρε άλλη όψη επίσημη κι αποκρίθηκε:
—"Είμαι ο Μάγρης". |