Ο
Γιούγκερμαν
είναι Φινλανδός (Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν)
. Οι αναστατώσεις του πολέμου τον έφεραν από τη
βόρεια χώρα του όπου αν και πολύ νέος, είχε ήδη ζήσει
μια πολυτάραχη ζωή —είχε υπηρετήσει ακόμη και στον Ρωσικό στρατό στο πλευρό των Τσαρικών (Λευκορώσων), στην Ελλάδα, όπου
φθάνει ένα πρωί στον Πειραιά σαν ναυάγιο —(εκεί γνωρίζεται και με τον άλλο ήρωα του Καραγάτση, τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν)!
Υπόθεση του Μυθιστορήματος
Κατορθώνει
να προσληφθεί σαν υπάλληλος σε μια τράπεζα. Η γλωσσομάθεια του, η
καπατσοσύνη του, το θέλγητρο που εξασκεί επάνω σε όσους τον πλησιάζουν,
τον ωθούν ν' ανεβεί με άλματα τους αναβαθμούς της ιεραρχίας και
ύστερα από μερικά χρόνια να γίνει ένας από τους βασικούς παράγοντες
της οικονομικής ζωής του τόπου, ένας από τους πιο περίβλεπτους
και φαντακτερούς τύπους της κοσμικής ζωής του Πειραιά, των
Αθηνών, της Θεσσαλονίκης. Ακτινοβολεί σε όλη την Ελλάδα. Όταν
την αντιπροσωπεύει σε συνέδρια στο εξωτερικό και εκεί θαμπώνει.
Όμως θα παραμείνει ένας άνθρωπος πολύ δυστυχισμένος,
παραδαρμένος.
Την κοπέλα που την πρωτοείδε μέσ' από μια κλειδαρότρυπα
ν' αντιστέκεται στον πρώτο ερωτικό εναγκαλισμό (ο Καραγάτσης
συχνά παρεμβάλλει πικάντικα και εντυπωσιακά επεισόδια, ίσως γιατί
αυτά τον βοηθούν να προσδώσει ζωηρότητα στην αφήγηση του και να
εντείνει την έλξη επάνω στον αναγνώστη) —αλλά
εγώ πιστεύω προπάντων, γιατί μέσω του ιδιότυπου και του εξαιρετικού,
νομίζει ότι θα μπορέσει πληρέστερα να εξερευνήσει τον άνθρωπο. Λες κι
είναι δυνατό, να φθάσει κανείς στον κατευνασμό και τη κατανόηση
που προηγείται των παθών του! —και η οποία αργότερα, τον αγάπησε
παράφορα, έως τον θάνατο —που κι αυτός θα μπορούσε να την
είχε αγαπήσει τρυφερά, όμως δεν την κράτησε κοντά του, γιατί τον
απομάκρυναν απ' αυτήν, η κοχλαστική και τρικυμισμένη του ιδιοσυγκρασία,
η ανησυχία του, η ακόρεστη του επιθυμία για δράση και για επίδειξη.
Η κοπέλα θα πεθάνει και στο πλευρό του, θα επιστρέψει η Φινλανδή
γυναίκα του που την είχε εγκαταλείψει στη Βορεινή χώρα του.
Μαζί
της δεν είχε ποτέ κανέναν ψυχικό δεσμό. Την παντρεύτηκε γιατί
έμπλεξε και ποτέ δεν έδωσε σημασία στ' αυτό το γάμο. Ούτε τη συλλογιζότανε
πια. Αλλά η φήμη του έφθασε έως την Φινλανδία κι εκείνη κινημένη
από λόγους συμφέροντος, ήρθε να τον βρει και εγκαταστάθηκε με
το έτσι θέλω σο σπίτι του. Θα τον απατήσει όσο την απατά κι αυτός.
Αυτός ο κυρίαρχος στην κοινωνία, δεν μπορεί,
προπάντων δεν θέλει - από αναμελιά κι αδιαφορία, καθόλου να επιβληθεί
στην οικογένεια του. Η κόρη του θα καταντήσει πόρνη κι ο γιος
του καταχραστής. Δεν έχει την επιτηδειότητα του πατέρα του και
θα συλληφθεί. Θα ρέψει στη φυλακή.
Τελικά ο Γιούγκερμαν όταν γέρασε, αισθάνεται
τις δυνάμεις να φθίνουν, υποχρεώνεται να παραιτηθεί από τη δραστηριότητα
του - που τον συνάρπαζε στη δίνη της και τον μεθούσε, να γυρίσει
στην πατρίδα του με την πικρή γεύση της μοναξιάς και της ματαιότητας
στο στόμα του - ένα ψυχικό ράκος, ένα ναυάγιο, όπως ήταν όταν
έφθασε στην Ελλάδα, αλλά τότε δεν το καταλάβαινε γιατί είχε ή
πίστευε ότι είχε την δυνατότητα να σωθεί.
Και πραγματικά, τα εξωτερικά φαινόμενα δείχνουν ότι σώθηκε, αλλά τι ωφελεί; Η στερνή έκφραση της φυσιογνωμίας του θα είναι 'κείνη της αηδίας, και της συνείδησης της —
Vassilie Karlovich Yungermann: Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Bίος και Πολιτεία ενός ιδιότυπου τέως αξιωματικού του Ρωσικού στρατού