Το
σπίτι της Εριφύλης — διπλανό με της κόρης της της Άννας,
βρισκόταν προς στο τέλος του ανηφορικού καλντεριμιού που ονομαζόταν
Ντερές όπως άλλωστε και όλη η περιοχή που εκτεινόταν
στη πλαγιά αυτής της χαμηλής παρυφής της Ροδόπης που διέσχιζε
ο Κόσυνθος, παραπόταμος του Νέστου.
Ήταν ένα παραδοσιακό, πανέμορφο σπίτι με κεραμίδια και χοντρά
ξύλινα καφετιά πατζούρια. Εκεί, πίσω απ' τη ξύλινη πόρτα με
το ρόπτρο και το κατάφορτο λουλούδια— γλυσίνες, αγιοκλήματα
γιασεμιά κεραμιδένιο στέγαστρο, έμενε η Εριφύλη, με το γιό
της τον Πρόδρομο και τη γυναίκα του, τη Σταματινή— οι
τρεις τους, από τότε που είχε πεθάνει ο Δημήτρης Σιγαλός...
Κτισμένο με γκρίζα πέτρα και κεραμίδια, δεν ήταν διώροφο
σαν της Άννας με σαχνισί, αλλά ισόγειο που απλωνόταν κατά
μήκος της αυλής που ήταν σε επίπεδα καθώς το έδαφος ήταν κατωφερές
κι ήταν γεμάτη δένδρα και γλάστρες με ωραία λουλούδια. Εκεί
ήταν σε μια σκιερή γωνία και το «σκουλαρίκι», το ωραίο κοραλλί
λουλούδι με τις γερτές λεπταίσθητες ταξιανθίες, που τώρα είχε
θεριέψει.
Η Εριφύλη λάτρευε τα λουλούδια, κι αν έβλεπε ένα
που της άρεσε — όπως τότε σε μια βόλτα που βρήκαμε ένα
ωραίο σκουλαρίκι... Αμέσως, ζήτησε απ' τους νοικοκύρηδες να
της δώσουν ένα κλωναράκι..."
"Τι όμορφο που είναι! Παρακαλώ, μου δίνετε ένα κλωναράκι να
το φυτέψω;"
Πάντα ζητούσε την άδεια απ' τον ιδιοκτήτη
για να κόψει αν της άρεσε κάποιο λουλούδι —και να τώρα
που το σκουλαρίκι ήταν γεμάτο τσαμπιά με πορτοκαλιά λουλούδια
που έγερναν ως το έδαφος.
Γιασεμι Sambac
Είχε κι έναν τεράστιο θάμνο που το έλεγαν φούλι. Περίφημο. Όταν άνθιζε μοσχομύριζε ο τόπος κι όλοι οι περαστικοί απ' το δρόμο τους, σαν έμπαινε για καλά το καλοκαίρι, συνεπαρμένοι απ' την ευωδιά του, σταματούσαν
μπροστά στο σπίτι να το θαυμάσουν.
Εκεί, σ' αυτή την αυλή με τις σκιερές γωνιές, ώρες καθόταν
η Μυρτώ με τον Τάκη τον εγγονό της Εριφύλης και ξάδελφό της,
κι αυτός όλο να της διηγείται ιστορίες για τον πατέρα του
τον Πρόδρομο, που λάτρευε κι είχε χάσει τόσο μικρός, εκεί
στον ίσκιο των ανθισμένων δένδρων, δίπλα απ' τις γλάστρες
με τα πλατύφυλλα και τα βασιλικά.
Μέσα το σπίτι ήταν γεμάτο ασπρόρουχα: Κουρτίνες δαντελένιες
πλεγμένες με βελονάκι ή από ωραίο βαμβακερό με δαντελένια
τελειώματα, παπλώματα μεταξωτά, μαξιλάρια πουπουλένια με κεντητές
μαξιλαροθήκες με μονογράμματα — πότε έψιλον με δέλτα
ωραία ταιριασμένα, πότε σκέτο άλφα ή πι. Τέτοια μανία με το
πλέξιμο είχε — ως και σ' όλα τα εσώρουχα της Ξενούλας
σαν ήταν μικρό παιδί, είχε βάλει δαντελένια τελειώματα.
Αγια Σοφια - Κωνσταντινουπολη
Στους τοίχους κρέμονταν παλιές λιθογραφίες απ' το Μπιτ μπαζάρ
αγορασμένες: Το νησί του Πέραν στο Βόσπορο, η Γενοβέφα, μια
κυρία με ωραίο έξωμο φόρεμα με φόντο μιναρέδες να διαγράφονται
μουντά — «μάλλον της Αγιάς Σοφιάς» έλεγε η Εριφύλη.
Στις εταζέρες ήταν αραδιασμένες φωτογραφίες δικές της, του
Δημήτρη Σιγαλού, φωτογραφίες απ' το γάμο τους — τότε
που εκείνη "ήταν καλλονή", με μακρύ ως κάτω πέπλο
που γύριζε μπροστά στα πόδια της στερεωμένο χαμηλά στο μέτωπο
μ' ένα στεφάνι στα ωραία λυτά, ξανθά της μαλλιά.
Δίπλα της ο Δημήτρης, με στριφτό περιποιημένο μουστάκι, φορώντας
ένα ωραίο φετρ καπέλο, ακουμπούσε στο μπαστούνι του και καμάρωνε
κρατώντας τη αγκαζέ.
Ψαροκαικα στο Βοσπορο
Είχαν και πολλά βιβλία — του Πρόδρομου, που του άρεσε
η μελέτη και τα βιβλία όπως και του Δημήτρη Γιάννου του θείου
του, που είχε μεγάλη εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Παλιά τώρα πια
βιβλία — «Δέκα χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσα» του
Ιουλίου Βερν, «Η κυρία με τις καμέλιες» του Θεόφιλου Γκωτιέ,
οι Τρεις Σωματοφύλακες» του Αλέξανδρου Δουμά, «Το σαβουάρ-βιβρ»
της Βαρόνης Σταφ και πολλά άλλα — κι είχαν όλα δερμάτινα
δεσίματα και χρυσοποίκιλτα εξώφυλλα και ράχες — "τα
είχε δέσει ο Πρόδρομος σ' έναν πολύ καλό βιβλιοδέτη, τέτοια
μανία παιδί μου αυτός ο άνθρωπος ο αδελφός μου, με τα βιβλία
είχε!" έλεγε η Άννα.
Στην
Εριφύλη η μικρή Ξένια είχε μεγάλη αδυναμία. Τη λάτρευε περισσότερο
κι απ' τη μάνα της. Όλο μάνα και μάνα την έλεγε. Όταν ήταν
παιδί, κοιμόταν πάντα στο σπίτι της — τόσο δεν ήθελε
να την αποχωρισθεί κι όταν οι γονείς της χρειάστηκε να μετακομίσουν
στις Σέρρες όπου είχαν μεταθέσει τον Δημήτρη Γιάννο στην Εφορία
της πόλης, με τίποτα δεν ήθελε να τους ακολουθήσει κι έτσι
τι να κάνουν, την άφησαν κοντά της.
Την έβλεπε κάθε μέρα, ψηλή, επιβλητική, με τα ξανθά της μαλλιά
σηκωμένα ψηλά σε κότσο, πότε να γνέθει στο "τσικρίκι",
πότε να κοπανάει με το "χαβάνι" στο "τουμπέκι",
τους κόκκους του καφέ αφού πρώτα τους καβούρντιζε στη φωτιά.
Αργότερα η Άννα θα χρησιμοποιούσε για ν' αλέθει τους κόκκους
του καφέ αντί για το τουμπέκι, το μπρούτζινο μύλο που αντικατέστησε
το τουμπέκι.
Είχε ένα κουτί σιδερένιο, το "ντουλάπι" το έλεγε,
με χερούλι. Εκεί μέσα έβαζε τους κόκκους του καφέ. Το γυρνούσε,
σιγά-σιγά στη φωτιά να καβουρντιστεί ο καφές. Το ίδιο έκανε
κι η θεία Ευαγγελινή — "που εκείνη πια κι αν ήταν
άσσος στο να λέει το φλιτζάνι" το τόνιζε αυτό η Άννα.
«Έλα, θα σου κάνω ένα καφεδάκι "σαντέτικο"! έλεγαν
— κι η μια κι η άλλη, σαν καλούσαν σε επίσκεψη για το
παραδοσιακό "μουχαμπέτι" φίλες και γειτόνισσες.Για
να φτουρήσει ο καφές επειδή ήταν ακριβός, κατά το καβούρντισμα
προσθέτανε ρεβίθι, σίκαλη, κριθάρι — ανάλογα τι είχαν.
Στα παιδιά έδιναν καφέ από ρεβίθια — για να ναι ελαφρύς,
να μην τα πειράζει.
Όταν η Εριφύλη δεν έγνεθε στο τσικρίκι, δεν μαγείρευε στο
τζάκι της κουζίνας με τα ξύλα, έπλεκε — τα περίφημα πλεκτά
της. Πότε με βελόνες τα μάλλινα, πότε με το βελονάκι τα κεντήματα
και τα στολίδια για το σπίτι, και πότε πότε έπιανε το βελόνι
να κεντήσει κάποιο τσεβρέ και κάθε σούρουπο, της άρεσε ν'
ανάβει το καντηλάκι στο εικονοστάσι που είχε στολίσει με δύο
άσπρα κουρτινάκια με κοφτό κέντημα — έναν σταυρό στο
καθένα με αζούρ τελειώματα, στις άκρες του πιασμένα. Έφτιαχνε
και πλιγούρι. Είχε δυο πέτρες που ήταν περασμένες σε άξονα
που περνούσε σ' ένα ξύλινο χερούλι. Γυρνούσε γύρω-γύρω το
χερούλι κι αλεθόταν το στάρι. Έτσι γινόταν το πλιγούρι.
Μια φορά τη βδομάδα τουλάχιστον θα ζύμωνε για ν' ανοίξει φύλλο
για τις υπέροχες χορτόπιτες.
"Σ' όλα τα μέρη μας οι πίττες ήταν παράδοση και γενικώς
η μαγειρική — φτιάχνανε σαρμάδες, γιαπράκια αλλά και
η ζαχαροπλαστική — γλυκά του κουταλιού - αλλά και τουλούμπες, σαραγλιά, καριόκες (αυτά του ζαχαροπλαστείου, του Παρασκευά...)
— μια παραλλαγή της καριόκας ήταν κι ο «Ναπολέων» που 'φτιαχνε
η μάνα μου... απλό γλυκό του ψυγείου αλλά όπως έλεγε κάθε φορά η Άννα — "ε παιδάκι μου, κι αυτό έχει την τεχνική του!" καθώς την παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα, να τυλίγει γρήγορα-γρήγορα με περίσσεια τέχνη -την ίδια που έβαζε και στις σπανακόπιττες τρίγωνα- στο λαδόχαρτο, τα μπισκότα με τη σοκολάτα...
”Αλλά σαν τη γιαγιά μου δεν ήτανε! Κανείς δεν μπορούσε
να τη φτάσει στη νοικοκυροσύνη!
”Τέτοια χρυσοχέρα ήταν η γιαγιά μου. Σαν και 'κείνη,
άλλη δεν πέρασε απ' τα μέρη μας στην εποχή της” τους
έλεγε η Ξένια.
|