Π.Κ.: Μέσα στην πόλη της Ξάνθης, ανά γειτονιές, υπάρχουν συσπειρώσεις; Δηλαδή να πούμε ότι αυτή η γειτονιά είναι οι Πόντιοι;
Α.Κ.: Όχι. Παλιότερα, χωριζόταν η πόλη απ' την πλατεία Αντίκα και πάνω, που ήταν η παλιά πόλη, που μέναν οι κάτοικοι, οι παλιοί Ξανθιώτες, και από την πλατεία Αντίκα και κάτω -θα στρίψεις στην πλατεία Αντίκα- μέναν οι πρόσφυγες. Τα προσφυγικά ήταν αυτά. Όλα αυτά ήταν προσφυγικά. Τώρα πια πάνε αυτά, δεν έχει τίποτα. Απλώς, μια περιοχή εδώ που είναι οι Αθίγγανοι -οι Τουρκόγυφτοι.
Π.Κ.: Είναι συγκεντρωμένοι τώρα αυτοί;
Α.Κ.: Είναι συγκεντρωμένοι σε κάποια περιοχή.
Π.Κ.: Σε ποια περιοχή; Πώς λέγεται;
Α.Κ.: Πούρναλικ λέγεται. Είναι μια περιοχή μόλις μπαίνεις στην πόλη.
Π.Κ.: Ήταν εκεί από παλιά ή τώρα τελευταία;
Τ.Θ.: Από παλιά.
Α.Κ.: Εκεί μένουν. Είχαν κάτι παράγκες εκεί. Μέναν σε παράγκες και τώρα τα κάναν σπιτάκια. Είναι ιδιόρρυθμη περιοχή, θα έλεγα. Η υπόλοιπη Ξάνθη τώρα έχει μπερδευτεί πάρα πολύ. Άτομα που δεν είναι απ' την Ξάνθη μένουν εδώ. Έχει γίνει ένα κράμα, θα έλεγα.
Δρόμοι
γεμάτοι από Τούρκους μικροπωλητές, κόσμος που ψώνιζε. “Μπιμπλιτζήδες,
με το σωρό των στραγαλιών στους πάγκους — σε ταψιά,
κάτω από κόκκινα φωτάκια για να τα κρατάνε ζεστά. Τα 'βαζαν
σε χωνάκι που το κρατούσε ο κόσμος στο δρόμο, τρώγοντας. Αλλού
πουλούσαν πασατέμπο..."
—”Είχαν και πάγκους όπου πούλαγαν σε μπακιρένιους δίσκους
κολυβόζουμο με κανέλα, καρύδια, ρόδια — πολύ νόστιμο
και μαλεμπί
άσπρο, ψηλό σαν βουνό, με κόκκινο-ρουμπί σιρόπι
και τουλούμπες και τουλουμπάκια και ροκς και σάμαλι και καζάν-ντιμπί..."
—“Έβραζαν το γάλα σε καζάνι που 'χε γίνει μαύρος ο
πάτος του ενώ ήταν χάλκινο — απ' τη πολύ δυνατή φωτιά,
ώσπου να τσικνίσει και καεί, ανακατεύοντας το διαρκώς.
—” Μυρίζει ωραία όταν καεί το γάλα..." λέγανε.
Το άδειαζαν σε τετράγωνα ταψιά έτσι που η καμμένη βάση να
έρθει προς τα 'πάνω και το άφηναν να κρυώσει. Μετά το γαρνίριζαν
με σκούρο σιρόπι που ετοίμαζαν με ζάχαρη που κατέβαζαν απ'
τη φωτιά λίγο πριν γίνει σαν καραμέλα.
—” Μεγάλη νοστιμιά... δεν έχω φάει πουθενά καλύτερο..."
έλεγε η Ξένια.
Μόλις πλησίαζες στους πάγκους τους:
—”Νε ορλού;" σου χαμογέλαγαν
—”Γκελ, γκελ... " κουνούσαν τα χέρια δείχνοντας
την πραμάτεια τους.
Σαν πλησίαζε κάποιος σκύλος:
—”Γκιτ μπουρντά, γκιτ μπουρντά..." φώναζε
αγριεμένα ο πραγματευτής και του 'ριχνε και καμιά πέτρα ή
ξύλο ό,τι έβρισκε πρόχειρο. Δεν συμπαθούσαν καθόλου τα σκυλιά,
φοβόντουσαν πως θα τους χαλάσουν τα εδέσματα, πως κάτι θ' αρπάξουν...”